μαλάσσεται

μαλάσσεται
μαλάσσω
make soft
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… …   Dictionary of Greek

  • αμάλακτος — και χτος και γος, η, ο (AM αμάλακτος, ον) αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τόν κατεργαστεί, ο σκληρός νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • ευκολομάλαχτος — η, ο 1. (για πράγματα) αυτός που μαλάσσεται, που ζυμώνεται εύκολα 2. μτφ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («καρδιές ευκολομάλαχτες», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • ευμάλακτος — η, ο (ΑΜ εὐμάλακτος, ον) αυτός που μαλάσσεται, που ζυμώνεται εύκολα, εύπλαστος, ευκολοζύμωτος, μαλακός, απαλός («τὰ εὐμάλακτα σχοινία», Λυκόφρ.) (κατά το ΕΜ) (για τα σύμφωνα) υγρός. επίρρ... ευμαλάκτως (ΑΜ εὐμαλάκτως) εύπλαστα, απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… …   Dictionary of Greek

  • μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… …   Dictionary of Greek

  • μαλαχτάρι — το 1. εργαλείο τών κτιστών με το οποίο μαλάσσεται ο πηλός 2. ζυμωτική μηχανή, ο μαλακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακτάρι < θ. μαλακ τού μαλάσσω + κατάλ. τάρι (πρβλ. κρεμασ τάρι)] …   Dictionary of Greek

  • στόκος — ο, Ν 1. τεχνολ. α) συνδετικό υλικό το οποίο παρασκευάζεται από τιτανόσκονη και βρασμένο λινέλαιο και το οποίο μαλάσσεται σε συνεκτική και εύπλαστη μάζα και χρησιμοποιείται για τη στερέωση υαλοπινάκων στα φατνώματα θυρών και παραθύρων, για… …   Dictionary of Greek

  • μάγμα — το 1. κάθε υλικό που μαλάσσεται, ο στόκος, το κερί. 2. (γεωλ.), μάζα ρευστή και διάπυρη με αέρια που υπάρχει βαθιά στη γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που μαλάσσεται εύκολα, ο απαλός στην αφή, ο τρυφερός: Το δέρμα της ήταν μαλακό σαν μωρού. 2. μτφ., ήπιος, πράος, συγκαταβατικός: Είναι μαλακός και τον κάνουν όλοι ό,τι θέλουν. 3. στον πληθ., τα μαλακά περιοχή του σώματος στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”